- Σότκυ
- ο, Νφρ. α) «αταξία Σότκυ»φυσ. απουσία ενός ιόντος από την τακτική του θέση στο κρυσταλλικό πλέγμα ενός στερεού, προερχόμενη από τη μετακίνησή του στην επιφάνεια τού κρυστάλλουβ) «δίοδος Σότκυ»φυσ. ηλεκτρονική διάταξη αποτελούμενη από μια επαφή μετάλλουημιαγωγού, τής οποίας η αντιπαρασιτική συμπεριφορά καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα τη χρήση της σε ολοκληρωμένα κυκλώματα που λειτουργούν με μεγάλη ταχύτηταγ) «φαινόμενο Σότκυ»φυσ. η αύξηση τού αριθμού τών ηλεκτρονίων τα οποία διαφεύγουν από την επιφάνεια ενός θερμαινόμενου υλικού ως αποτέλεσμα τής εφαρμογής ενός ηλεκτρικού πεδίου που μειώνει την τιμή τής απαιτούμενης ενέργειας για την εκπομπή τών ηλεκτρονίων.
Dictionary of Greek. 2013.